- υδρολίπανση
- η, Ν(παλ. όρος) παροχή τής αναγκαίας για βλάστηση ποσότητας υγρασίας στο έδαφος, πότισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + λίπανση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρολίπανση — η η παροχή στο έδαφος της αναγκαίας ποσότητας νερού για τη βλάστηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)